Στον πατριαρχικό Ναό προάγονται διαδοχικά από όλες τις θέσεις του αναλογίου oι πρωτοψάλτες, oι Λαμπαδάριοι και oι Δομέστικοι.  Έτσι διατηρείται διαδοχικά η πατριαρχική παράδοση και το ύφος το πατριαρχικό στην ψαλμωδία, που είναι άγραφο και που μεταδίδεται μόνο με την ακοή.  Είναι δε το ύφος αυτό ιδιάζον, ασύλληπτο, άνθος μουσικό, που το στήριξε η παράδοση και το περιποιήθηκε και διαμόρφωσε μακρά και ένδοξη πλειάς ιεροψαλτών από τα παλιά χρόνια, για να φτάσει στην εποχή μας γεμάτο γοητεία και κατάνυξη.
Και ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Ιωσηφίδης σε άρθρο του γράφει: Το  πατριαρχικό ύφος,   ανάγει την πηγή του διαδοχικώς εις τους αμέσως μετά την άλωση χρόνους.  Επειδή δε μόνον oι μουσικοδιδάσκαλοι του πατριαρχικού Ναού ήσαν οι γνώσται και ειδήμονες της αρχαίας σημαδοφώνου γραφής και εκ παραδόσεως δίδαξαν και διαβίβασαν την εκτέλεσιν των μουσικών μελών της Βυζαντινής εποχής, δια τούτο επέτυχαν να διακρατήσουν επί αιώνας ολόκληρους την Ιεράν κληρονομίαν του πνευματικού θησαυρού των Βυζαντινών.
Τ
ο Πατριαρχικό ύφος, δηλαδή η κατάλληλος παράστασις εν τη απαγγελία της μελωδίας ήτο τεθησαυρισμένον μετά την άλωση εν τοις μουσικοίς χοροίς του Πατριαρχείου Κων/πόλεως, ένθα εξαιρετικώς διέλαμπε.  Και τούτο διότι εν τη Μεγάλη Εκκλησία κατά πάσαν σχεδόν εποχή υπήρχαν οι επιφανέστεροι των μουσικών, οίτινες διαδοχικώς παραλαμβάνοντες διατηρούν πάντοτε γνήσιο και ανόθευτο σχετικώς το λεγόμενο πατριαρχικό ύφος, το ενσταλάζον βάλσαμο, όπερ αναντιρρήτως υπάρχει το σκοπιμώτερον τέλος της ιεράς υμνωδίας. Το Πατριαρχείο Κων/πόλεως όπως διεκράτησεν ανόθευτο την παρακαταθήκη των  ιερών  δογμάτων, ούτω  διετήρησεν ανόθευτο μετά την άλωση και το μουσικό ύφος.  Ο δε πατριαρχικός ναός εχρησίμευεν ως διδασκαλείον του ύφους, της γνησιωτέρας απαγγελίας των εκκλησιαστικών μελών.
Τη διατήρηση του ύφους και της εκτέλεσης της Βυζαντινής Μουσικής μέσα στον  πατριαρχικό  Ναό μας αποδεικνύει ακόμη και σήμερα η ψαλμωδία που εκτελείται  μ έ σ α  εκεί, γιατί είναι η πιο συντηρητική από κάθε άλλο ναό.  Αυτό φαίνεται πολύ εύκολα αν ακούσει κανείς με προσοχή τους τελευταίους δίσκους των πατριαρχείων «Τα πάθη τα σεπτά» και «Τους Χαιρετισμούς με την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως».  Εις το φυλλάδιο δε που συνοδεύει τους δίσκους ο μουσικολόγος Δρ. Γρηγόριος Στάθης αναφέρει: « ... η προτίμηση των μελών εκείνων που η λειτουργική πράξη καθιέρωσε σαν τα δοκιμώτερα μέσα για την μυσταγώγηση των πιστών, καθιστούν την Ψαλτική στο Οικουμενικό Πατριαρχείο υποδειγματική λατρευτική μουσική.  Η ευρυθμία, η απλότητα, η λιτότητα, είvαι χαρίσματα για την εκκλησιαστική ψαλμωδία.  Η μουσική αυτή σε αγγίζει, σε κατανύγει, σε εκφράζει.  Είναι η μουσική αυτή από τα σπλάχνα της Ορθοδοξίας, που μπορείς στις φτερούγες των ήχων της να αφήσεις τη δέηση σου ή τη δοξολογία σου, τη θλίψη σου ή τη χαρά σου για να ανεβούν στον ουρανό.  Πρέπει ακόμα να σημειωθεί εδώ ότι η μουσική σαν συγκεκριμένη σύνθεση ή προσωπική δημιουργία, των μελών της Μ. Εβδομάδος είναι τα κατά παράδοση «εκκλησιαστικόν ύφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας» όπως επιβλήθηκε στο Β' ήμισυ του ΙΗ' αιώνα απ' τους μεγάλους μελουργούς Πέτρο Λαμπαδάριο τον Πελοποννήσιο, Ιάκωβο Πρωτοψάλτη και Πέτρο Βυζάντιο και ολοκληρώθηκε από  τον Γρηγόριο Πρωτοψάλτη.  Στην ασματική αυτή παράδοση έχουμε μία συνύπαρξη βυζαντινών και μεταβυζαντινών μελών.  Μια σειρά μεγάλων Πρωτοψαλτών της Μ. Εκκλησίας, από το 1821 και δώθε, δηλαδή ο Κων/νος Βυζάντιος, Γεώργιος Ραιδεστηνός Β', Γεώργιος Βιολάκης, Ιάκωβος Ναυπλιώτης, Κωνσταντίνος Πρίγγος και Θρασύβουλος Στανίτσας διαμόρφωσαν με καλλωπισμούς την παράδοση αυτή που τελικά αποκρυσταλλώθηκε με την έκδοση του βιβλίου «Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς» του Κ. Πρίγγου.  
Η
Βυζαντινή μουσική έχει μια ιδιαιτερότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.  Αυτή την ιδιαιτερότητα την εκφράζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο Πρωτοψάλτης και ο Λαμπαδάριος μαζί με του βοηθούς τους, oι οποίοι είναι φορείς μιας αδιάκοπης παραδόσεως.  Εκείνο που πιο πολύ τους ενδιαφέρει είναι όχι τόσο να ευχαριστήσουν το εκκλησίασμα, αλλά να βοηθήσουν στη δημιουργία μιας κατανυκτικής ατμόσφαιρας μέσα στο ναό, και είναι να μη ταράξουν κάτι από αυτά που βρήκαν παραδεδομένα.  Επίσης ένα στοιχείο που πρέπει να τονισθεί είναι οτι μερικά ψάλματα που είναι καθιερωμένα από παλιά να ψάλλωνται έτσι, συνεχίζουν και ψάλλωνται κατά τον ίδιο και αμετάβλητο τρόπο, κάτι που δεν μπορεί να το συναντήσει κανείς έξω από το Οικ. Πατριαρχείο, στις άλλες εκκλησίες.
Γ
ια την σημερινή ψαλμωδία στον πατριαρχικό Ναό ο Δ. Παπαδέας γράφει σε άρθρο του τα  εξής: «Κυκλοφορούν ψίθυροι ότι δήθεν σήμερα το Πατριαρχείο της Κων/πολης δεν αντιπροσωπεύει την γνήσια ψαλτική παράδοση, αυτό είναι κακοήθεια και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα...  Εάν κάποιος αμφιβάλλει ας πάει στην Πόλη να προσκυνήσει και να εκκλησιαστεί στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό, χωρίς να παραλείψει να παρακολουθήσει και μια τουρκική ακολουθία σε ένα από τα πολυάριθμα τζαμιά της Πόλης και ας συγκρίνει τα ψαλλόμενα με αυτά που ψάλλουν oι πλείστοι των εξ’ Ελλάδος Έλληνες ψάλτες.  Με λύπη μου και παρρησία σας δηλώνω ότι το άκουσμα πολλών από τους εδώ συναδέλφους, μη εξαιρουμένων και μερικών επιφανών, μου θυμίζει το άκουσμα μιας τούρκικης ακολουθίας που έτυχε να παρακολουθήσω στο Σουλεϊμανιέ Τζαμί. Τουναντίον οι ψάλτες του Πατριαρχείου και οι Κωνσταντινουπολίτες γενικότερα, επειδή γνωρίζουν και την τουρκική μουσική, ποτέ δεν κάνουν σύγχυση, όπως εμείς οι εξ Ελλάδος Έλληνες ψάλτες».
Το Πατριαρχικό ύφος μεταδίδεται, μόνο με την ακοή.  Αυτό αναφέρει και ο Άγγελος Βουδούρης που λέγει: «Η μουσική τέχνη κάτω από την νέαν γραφή, απαιτεί την  δια ζώσης φωνής διδασκαλίαν».
Ο
δε Κωνσταντίνος Πρίγγος στον πρόλογο του της Μουσικής Κυψέλης, χαρακτηρίζει το ύφος το πατριαρχικό «σεμνό, απέριττο, μυστικοπαθές», και για την μετάδοσή του με την ακοή όμως λέγει στην απαθανατίζουσα την φωνή του κασσέτα ο ίδιος τα εξής: «... διότι σε σας αν τα πω και  τ’ ακούσετε, θα τα λέτε μεθαύριο σαν κι εμένα».  Και άλλη φορά πάλι: «...μπράβο ρέ Μήτσο, ωραία τα κατάφερες μα εσύ με μιμείσαι χωρίς να με έχεις  ακούσει , μπράβο παιδί μου, φαίνεται ότι είσαι γεννημένος για ψάλτης».  Kαι άλλοτε πάλι μας διηγήθηκε ο ίδιος:  Σ' ένα ταξίδι του στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη και μετά από μια Λειτουργία μαζεύτηκαν στο τέλος στην αίθουσα του ναoύ οι ψάλτες και συζητούσαν γύρω από την ψαλτική τέχνη.  Όπως συνήθιζε, τους έψαλε μερικά μαθήματα. Οι ακροατές του Πρωτοψάλτες κ.λπ. του είπαν σε μια στιγμή vα ψάλλουν κι αυτοί, να τους ακούσει, για να τους πει τη γνώμη του.  Πράγματι έψαλαν και αυτοί διάφορα μαθήματα και στο τέλος περίμεναν όλοι να ακούσουν τη γνώμη του Μεγάλου Δάσκαλου που τους είπε: «Βρε παιδιά, όλοι σας καλλίφωνοι είσθε, όλοι σας μουσικά ξέρετε, όλοι σας στις εκκλησίες ψάλλετε, αλλά Ψάλτες δεν είσθε.  Γ ι α τ ί;  Γιατί δεν ΑΚΟΥΣΑΤΕ. Και για vα γίνει πιο αντιληπτός χρησιμοποιούσε την παρομοίωση μιας ξένης γλώσσας και της προφοράς της, που δε γράφεται και ούτε διαβάζεται, παρά μόνο με το ΑΥΤΙ αποκτάται.
Κ
αι ο Καθηγητής του Ωδείου και Πρωτοψάλτης Θεόδωρος Χατζηθεοδώρου γράφει σχετικά στο βιβλίο του: «Τα Ωδεία δεν δημιουργούν Ιεροψάλτες, αλλά απλώς καταρτίζουν μουσικώς και εγκυκλοπαιδικώς τον μαθητή. Ο υποψήφιος οφείλει ευθύς εξ’ αρχής με την φοίτηση να πλησιάσει έμπειρο Ιεροψάλτη εις τον Ναό, να ακούσει και να παρακολουθήσει τον ψάλλοντα, έως ότου δυναμώσει μουσικώς».
Τέλος, εδώ θα πρέπει να σημειωθεί και ο καθορισμός και η διάκριση των όρων: «ύφος πατριαρχικό» και «πατριαρχική παράδοση».

«Υ φ ο ς  π α τ ρ ι α ρ χ ι κ ό» είναι αυτό που διατηρήθηκε δια μέσου των αιώνων διαδοχικά και με την ακοή, όπως αναφέραμε, και ψάλλεται μέσα στον Πατριαρχικό Ναό, αλλά  και σ' όλους τους ναούς της Κωνσταντινουπόλεως, εξού και «Κων/πoλίτικο ύφος», ακόμη δε και κατ' επέκταση και σ' όλη την Ελλάδα και την Ορθόδοξη Εκκλησία εν γένει.

«Π α τ ρ ι α ρ χ ι κ ή  π α ρ ά δ ο σ η»  είναι τα μαθήματα και οι γραμμές εκείνες που αυστηρά καθιερώθηκαν και διατηρήθηκαν να ψάλλωνται έτσι μέσα στον Πατριαρχικό Ναό. Έτσι όταν ψάλλει ο Πρωτοψάλτης και ο Λαμπαδάριος τις γραμμές αυτές, οι μελωδίες που βγαίνουν από το στόμα τους είναι τα ΔΟΓΜΑΤΑ της Βυζαντινής Μουσικής που ταυτίζονται  «ύ φ ο ς  π α τ ρ ι α ρ χ ι κ ό» και «π α τ ρ ι α ρ χ ι κ ή  π α ρ ά δ ο σ η».
Σ
αν παράδειγμα των αναφερομένων παραπέμπουμε κάθε ενδιαφερόμενο στα έργα του Κωνσταντίνου Πρίγγου «Η Μεγάλη Εβδομάς», «Το Αναστασιματάριον», «Η Μουσική Κυψέλη» και στο έργο του Θρασύβουλου Στανίτσα «Μουσικόν Τριώδιον», για να συγκρίνει τις πατριαρχικές αυτές γραμμές, τις οποίες, όπως αναφέρει ο Πρίγγος στον Πρόλογο του, τις «κατέγραψε κατόπιν παρακλήσεων πολλών φίλων και μαθητών του... Τα δε λοιπά, λέγει, ...τα παραλειπόμενα ψάλλωνται απαραλλάκτως ως έχουσιν εν ταις προγενεστέροις εκδόσεσι του Αναστασιματαρίου Πέτρου Πελοποννησίου και Ιωάννου Πρωτοψάλτου».
Τελειώνουμε με την άποψη ότι για την τέλεια απόδοση της Βυζαντινής Μουσικής ενός ψάλτη, πρέπει αυτός να συγκεντρώνει τα εξής τρία στοιχεία: 

  • Να γνωρίζει καλά τη θεωρία και την πράξη της Βυζαντινής Μουσικής, 

  • Να είναι καλλίφωνος και 

  • Να έχει ακούσει παλαιότερους δασκάλους.

Πρωτοπρεσβύτερος  Σεραφείμ Φαράσογλου
 

Επιστροφή στην Αρχική Σελίδα

ΑΡΧΙΚΗ ] ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

Επιστροφή στα Περιεχόμενα