Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός

Ὁ βίος καὶ τὸ ἔργο του

Στὴν ἱστορία τῆς καθ᾽ἡμᾶς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς βλέπουμε ἔξοχους ὑμνογράφους καὶ μουσικώτατους ἄνδρες, ποὺ ἔχουν ἀποκρυσταλλώσει στὴν θεία τέχνη τὴν προσωπικότητα τους, γιατί ἡ ἱστορία αὐτῶν εἶναι καὶ ἱστορία τῆς ἱερᾶς μουσικῆς. Σ᾽αὐτούς συγκαταλέγεται καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ μέγας αὐτός πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἦταν κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Σουΐδα «ἀνήρ ἐλλογιμώτατος καὶ οὐδενός δεύτερος τῶν κατ᾽αὐτόν ἐπί παιδείᾳ λαμψάντων», διακρίθηκε ὡς βαθύς καὶ διάσημος θεολόγος καὶ ὁ ὁποῖος ἔθεσε τὶς βάσεις τῆς δογματικῆς θεολογίας, καὶ ὡς ἔξοχος ὑμνογράφος, κυρίως δὲ ὡς κορυφαῖος τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱερῶν μελωδιῶν καὶ ἀσματογράφων.  

Θεωρεῖται τὸ μεταίχμιο τῆς ἀρχαίας καὶ νεωτέρας ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς, ἔχοντας διαρρυθμίσει καὶ ἀνακαινίσει τὴν ἱερά μουσική καὶ τὴν παρασημαντική αὐτῆς καὶ θέτοντας φραγμό στὴν ὅλο καὶ αὐξανόμενη ἀπὸ τὸν Δ´ μ.Χ. αἰώνα, μουσική κατάχρηση. Ἀπεκάθαρε τὸ ἐκκλησιαστικό ἄσμα ἀπὸ τὰ ἀπρεπῆ καὶ ἀνάρμοστα μέλη τῆς θυμελικῆς μουσικῆς ποὺ εἴχαν εἰσαχθεῖ στὴν Ἐκκλησία, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπορρίψει τὰ προγενέστερα ἐκκλησιαστικά ἄσματα, τὰ ὁποῖα ἦταν καθιερωμένα ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Καὶ ὅπως oἱ ἀρχαίοι Ἕλληνες παρέλαβαν τὴν μoυσική τους ἐν μέρει ἀπὸ ἄλλους λαούς, τοὺς Φρυγίους καὶ Λυδίους (Φρύγιος καὶ Λύδιος τρόπος ἤ ἦχος), φρόντισαν ὅμως ν᾽ἀναπτύξουν καὶ νὰ προαγάγουν αὐτήν καὶ νὰ ἐνατυπώσουν στὴν ξένη μουσική τὸν ἴδιο χαρακτῆρα ἀναδείξαντες αὐτήν ὄντως ἑλληνική. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανισμός μὴ ἀρκεσθείς σὲ ὅ,τι παρέλαβε ἀπὸ τὴν ἐθνική μουσική τῶν Ἑλλήνων, φρόντισε νὰ μεθαρμώσῃ τὴν μoυσική αὐτῶν στὶς ἀνάγκες τῆς θείας λατρείας αὐτοῦ, νὰ καλλιεργήσῃ καὶ να προαγάγει αὐτήν σὺν τῷ χρόνῳ σὲ βαθμό ποὺ κινοῦσε τὸν θαυμασμό. Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ λεγόμενη «Βυζαντινή» μουσική, τροποποιημένη ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν Δαμασκηνό, σύμφωνα πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως καὶ τὸν χαρακτῆρα τῆς ἐκκλησιαστικής ποιήσεως καὶ ὑμνωδίας.

Μὲ τὸν Δαμασκηνό ἀρχίζει ἡ δεύτερη περίοδος τῆς μελοποιΐας, κατὰ τὴν ὁποῖα τὸ ἐνωμένο ἔργο τοῦ συγγραφέα καὶ μουσικοῦ ἄρχισε νὰ διακρίνεται, γι᾽αὐτό καὶ οἱ ποιητές λέγονταν ὑμνογράφοι καὶ ὄχι μελωδοί. Καὶ ἡ μὲν Α´ περίοδος τῆς μελοποιΐας ποὺ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες καὶ συνεχίζοντας μέχρι τοῦ Η´ αἰῶνα περιλαμβάνει τὸ Εἰρμολογικό καὶ Στιχηραρικό μέλος, κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ μελωδίες ἦταν μᾶλλον λιτές καὶ σύμμετρες, ἡ δὲ Β´ περίοδος περιλαμβάνει διάφορα εἴδη ψαλτικῆς, ὅπως χερουβικά, κοινωνικά, ἀλληλουάρια, κρατήματα, πολυελέους, ποὺ ἀνήκουν στὸ Παπαδικό μέλος, ποὺ εἶναι καὶ τὸ διεξοδικότερο τῶν ἄλλων.

Ὁ Δαμασκηνός, κατὰ τοὺς βιογράφους του, Θεοφάνη τὸν Ὀμολογητή, τὸν πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη, τὸν Μ. Λογοθέτη Κωνσταντῖνο τὸν Ἀκροπολίτη, τὸν Σουΐδα καὶ τὸν Κεδρηνό, γεννήθηκε τὸ 676 μ.Χ. καὶ ἀπέθανε τὸ 756 μ.Χ. Πατρίδα εἶχε τὴν Δαμασκό, γι᾽αὐτό καὶ λέγεται Δαμασκηνός. Προερχόταν ἀπὸ γένος ἐπιφανέστατου οἴκου. Ὁ πατέρας αὐτοῦ Σέργιος, ἦταν διοικητής τῆς Δαμασκοῦ, ποὺ ἦταν τότε ὑποταγμένη στοὺς Σαρακηνούς, κατ᾽ἄλλους δὲ ἦταν θησαυροφύλακας τοῦ Καλίφου Ἀβδούλ Μελίκ τοῦ Α´. Ὁ πατέρας τοῦ λοιπόν ἐξαγόρασε τὸν αἰχμάλωτο Κοσμᾶ ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας, τὸν ὁποῖο ἔλεγαν «Ξένο», «Ἰκέτη» καὶ «Ἀσύγκριτο», καὶ ὁ ὁποῖος ἐκπαίδευσε τὸν Ἰωάννη, καθώς καὶ τὸν ἀσματογράφο καὶ μετέπειτα ἱεράρχη τῆς ἐπισκοπῆς Γάζης, Μαϊουμᾶ Κοσμᾶ τὸν Μελωδό.

Μὲ προτροπή καὶ παράκληση τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννου, ὁ Δαμασκηνός ἐνδύεται τὸ μοναχικό τριβώνιο καὶ χειροτονεῖται, ἀπ΄ αὐτόν πρεσβύτερος. Διάλεξε δὲ ὡς ἐρημητήριο τὴν μονή τοῦ ἁγίου Σάββα ποὺ βρίσκονταν ὄχι μακριά ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, γι᾽αὐτό καὶ λέγεται καὶ Ἱεροσολυμίτης. Ἐδῶ πέρασε τὴ ζωή τοῦ συγγράφοντας καὶ μελετῶντας. Πολέμησε ἰσχυρά τοὺς εἰκονομάχους αὐτοκράτορες Λέοντα τὸν Γ´ τὸν Ἴσαυρο καὶ τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Κοπρώνυμο. Μὲ ἐπιστολές του παραινῶν τοὺς κατοίκους τῆς Κωνσταντινούπολης, προασπίζονταν τὴν τιμήν καὶ προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Ἱστορείται μάλιστα ὅτι ὁ Λέων ὀργισμένος διέταξε νὰ μιμηθοῦν τὴν γραφή τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ νὰ ἀποστείλουν στὸν Καλίφη πλαστή ἐπιστολή αὐτοῦ, μὲ τὴν ὁποία αὐτός φαίνεται ὅτι προσέφερε τὴν Δαμασκό στοὺς Βυζαντινούς. Ὁ δὲ Καλίφης ἔκοψε τὸ δεξί χέρι αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ὅμως ἰάθη ὡς ἐκ θαύματος. Τότε δὲ ὁ ἱερός ψαλμωδός ἀνέμελψε τὸν Α´ Εἰρμόν τοῦ Κανόνος τοῦ Α´ ἤχου «Σοῦ ἡ τροπαιοῦχος δεξιά, θεοπρεπῶς ἐν ἰσχύϊ δεδόξασται». Ἕνεκα τῆς εὐγλωττίας του ἐπωνομάσθηκε καὶ «Χρυσοῤῥόας» ἤ «Χρυσόστομος» ἀπὸ δὲ τοὺς μελωδούς «Μαΐστωρ τῆς μουσικῆς». Ἀπὸ τὸν Κοπρώνυμο ἐκλήθη «Μανσούρ», καὶ ἀπὸ ἄλλους πολέμιους του ἐπωνυμικά «Σαραβαΐτης» καὶ «Ἀρκλάς» γιὰ χλευασμό. Ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη του τὴν 4 Δεκεμβρίου, ἡ δε Δυτική τὴν 6 Μαΐoυ.

Τὰ ποιητικά καὶ ἀσματικά ἔργα τοῦ Δαμασκηνοῦ

Τὰ ἔργα τοῦ Δαμασκηνoῦ ἀνάγονται σὲ πέντε τάξεις, σὲ καθαρῶς φιλοσοφικά ἤ διαλεκτικά, σὲ θεολογικά, σὲ ἑρμηνευτικά ἤ κριτικά, σὲ ποιητικά, καὶ σὲ ἄσματα ητοι μουσικά. Ὁ Δαμασκηνός, ὡς ὑμνογράφος καὶ μουσικός, παρατηροῦμε ὅτι μετέφερε σὲ ἁπλούστερο εἶδος τὴν ψαλμωδία τῆς πρὶν ἀπὸ αὐτόν ἐποχῆς, καὶ ἐπελήφθη τοῦ κανονισμοῦ καὶ τῆς διαρρύθμισης τῆς ψαλμωδίας, συντάσσοντας γιὰ τὸν λόγο αὐτό τὴν Ὀκτώηχο κατὰ τοὺς ὀκτώ ἤχους, τοὺς παραγόμενους κατὰ τινα τροποποίηση καὶ μεταβολή ἀπὸ τὰ πολυάριθμα εἴδη τῶν μελῶν τῆς ἑλληνικῆς Μουσικῆς, τῶν ὁποίων ὁ χαρακτῆρας συμβιβάζονταν πρὸς τὰ σεμνά καὶ ἱερᾶ τῆς Ἐκκλησίας αἰσθήματα καὶ συνεργοῦσε σὲ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ κατάνυξη, παρακωλύσας δὲ ὅλα τὰ μέλη τῶν ὁποίων τὰ αἰσθήματα ἦσαν ἂσεμνα καὶ ἀπρεπῆ, ἐνθουσιαστικά, θούρια καὶ πολεμιστήρια. Ὁ Δαμασκηνός συμπεριέλαβε τὴν ἁπλότητα τῶν μελῶν τῶν ὀκτώ ἤχων στὴν Ὀκτώηχο αὐτοῦ.

Ἐπενόησε ἐπίσης γιὰ τοὺς ὀκτώ ἤχους καὶ δική του ἀγκιστροειδή παρασημαντική. Kαὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὰ ἀγκιστροειδῆ μουσικά σημεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔγραψε τὶς μελωδίες ποὺ ἔφτιαξε καὶ μελοποίησε, ἔχουν τὴν ἀρχή τους στοὺς πρὸ αὐτοῦ τρεῖς αἰῶνες. Οι χαρακτῆρες τοῦ Δαμασκηνοῦ ἦταν γριφώδεις καὶ συμβολικοί, ὅμοιοι πρὸς τοὺς ἱερογλυφικούς ἐκείνους τῶν ἀρχαίων Αἰγυπτιακῶν γραμμάτων. Κάθε χαρακτῆρας παριστάνει πολλάκις ἕνα φθόγγο ἀλλά καὶ πολλούς.

Ὁ Δαμασκηνός ὡς γνώστης τῆς θεωρίας τῆς Μουσικῆς παρατήρησε ὅτι ᾑ γνώση τῆς μελωδίας τῶν ἤχων περιορίζονταν μόνο στὴν πράξη, ἡ δὲ θεωρητική διάταξη τῆς μελωδίας καὶ ἡ ἁμοιβαῖα σχέση τῶν ἤχων διατελούσαν παρημελημένα. Πρῶτος ἐσυστηματοποίησε τὴν ἀρχαία ὀκτωηχία, συγγράφοντας θεωρία γιὰ τὴν πράξη τῆς ἱερᾶς μουσικῆς στὴ βάση τοῦ ἑλληνικοῦ Πεντάχορδου ἤ Τροχοῦ. Τῆς μουσικῆς θεωρίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἤχων ή πρακτική ἐφαρμογή εἶναι ἡ Ὀκτώηχος.

Ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Δαμασκηνοῦ σώζεται σὲ περγαμηνή «ἐν τοῖς παλαιοῖς Στιχηραρίοις τοῖς ἐπί μεμβράνης γεγραμμένοις» Γραμματική Μουσικῆς ἤ Κανόνιον κατὰ τοὺς ὀρισμούς καὶ κανόνας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ὅπου πραγματεύεται περὶ διαιρέσεως τῶν ὀκτώ ἤχων, περί παραγωγῆς τῶν πλαγίων ἤχων ἀπὸ τοὺς κύριους, καὶ περί τῶν ὀνομασιῶν τῶν ὀκτώ ἤχων καὶ τῶν ἀντιστοίχων αὐτῶν στὴν ἀρχαία ἑλληνική μουσική. Ἐπιγράφεται δὲ «Ἀρχή τῶν σημείων τῆς ψαλτικῆς τέχνης τῶν ἀνιόντων καὶ κατιόντων σωμάτων τε καὶ πνευμάτων καὶ πάσης χειρονομίας». Πραγματεῖες περί θεωρίας τῆς Μουσικῆς μετὰ τὸν φωστῆρα Δαμασκηνό ἔγραψαν Μανουήλ ὁ Βρυέννιος, Ἰωάννης ἱερεύς Πλουσιαδηνός, Ἰωάννης Μαΐστωρ ὁ Κουκκουζέλης, Ἰωάννης ὁ Κλαδάς, Μανουήλ ὁ Χρυσάφης, Δημήτριος ὁ Καντεμίρης, Κύριλλος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τήνου, Βασίλειος Στεφανίδης ὁ Βυζάντιος, Χρύσανθος ὁ μητοοπολίτης Δυρραχίου, Χουρμούζιος ὁ Χαρτοφύλαξ, Θεόδωρος Φωκαεύς, Μαργαρίτης ὁ Δοβριανίτης, Γεώργιος ὁ Λέσβιος, Παναγιώτης Ἀγαθοκλέους, Κυριακός Φιλοξένης ὁ Ἐφεσιομάγνης καὶ ἄλλοι σύγχρονοι μας. Θεωρητικό ἐξέδωσε καὶ ἡ Επιτροπή τοῦ 1881 ποὺ εἶχε συσταθεῖ ἀπὸ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο.

Τὸ πρῶτο ποιητικό καὶ ἀσματικό προϊόν τοῦ Δαμασκηνοῦ τυγχάνει ἡ Ὀκτώηχος, τὴν ὁποία ἐμέλισε στὴ βάση τῆς ὀκταήχου αὐτοῦ ὑμνωδίας. Ἀπὸ τὰ διάφορα Τροπάρια ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν Ὀκτάηχο στὸν Δαμασκηνό ἀποδίδονται μόνον οἱ ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινού τῶν Σαββάτων καὶ τoῦ Ὄρθρου τῶν Κυριακῶν, καθότι τὰ Ἀνατολικά λεγόμενα στιχηρά ἀνήκουν στὸν Ἀνατόλιο μοναχό τὸν Στουδίτη ποὺ ἔζησε μετὰ τὸν Δαμασκηνό, τὰ Ἀπόστιχα στὸν Παῦλο τὸν Ἀμμορίου ἤ τῆς Εὐεργέτιδος, oἱ Τριαδικοί Κανόνες στὸν Μητροφάνη τὸν Σμύρνης, τὰ ἔνδεκα Ἐωθινά στὸν Λέοντα τὸν Σοφό, τὰ ἔνδεκα Ἐξαποστειλάρια στὸν Κωνσταντῖνο τὸν Πορφυρογέννητο καὶ oἱ Ἀναβαθμοί στὸν Θεόδωρο τὸν Στουδίτη. Τὴν Ὀκτάηχο, στὴν ὁποία βρίσκεται ἃπασα ἡ χριστιανική δογματική διδασκαλία, παραδέχονται στὴν ἐκκλησιαστική χρήση ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, κελεύσει τοῦ Φράγκου Ρῆγα Καρλομάγνου, ζῶντος ἔτι τoῦ Δαμασκηνοῦ.

Ὁ θεῖος μουσουργός, πλὴν τῶν Κανόνων τῆς Ὀκτωήχου ἐποίησε καὶ τὸν λαμπρότατο Κανόνα τῆς ἑορτῆς τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως «Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί», τὸν ὁποῖο ὅταν ἄκουσε ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, ποὺ ἐπίσης εἶχε γράψει Κανόνα γιὰ τὴν ἴδια ἐορτή σὲ ἦχο Β´, «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια», ἀνεφώνησε «Kαὶ σὺ ἀδελφέ Ἰωάννη, τὸ πᾶν ὅλον ἐν τοῖς τρισί τούτοις συμπεριέλαβες, καὶ oὐδέν ἀφήκας ἔξωθεν· ήττημαι γουν ἐγώ καὶ τὴν ἤτταν ὁμολογῶ· ὅθεν ὁ μὲν σός κανών ἐχέτω τὰ πρωτεία καὶ ἀριστεία, καὶ ψαλλέσθω δημοσίως ἐν ταῖς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαις, ὁ δὲ ἐμός ἐν σκότει καὶ γωνία γενέσθω ὡς μὴ ἐν φωτί ἄξιος διὰ τε τὰ νοήματα καὶ διὰ τε τὸν πενθικόν καὶ κλαυθμηρόν ἦχον, καθ᾽ον ἐμελοποίηθη, ἀνάρμοστον πάντῃ όντα ἐν τῇ λαμπροτάτῃ καὶ κοσμοχαρμοσύνῳ ἡμέρα τῆς τοῦ Κυρίου Ὰναστάσεως». Ὁ Δαμασκηνός συνέταξε πάνω ἀπὸ ἑξήντα Κανόνες γιὰ τὰς κυριoτέρας ἑορτάς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀνθολογία εὔρυθμος ἀπὸ τοὺς Πανηγυρικούς Λόγους τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ ἄλλων.

Ἐκ τῶν Κανόνων τoῦ θείου Ἰωάννoυ ἀναφέρουμε: «Ἔσωσε λαόν θαυματουργῶν Δεσπότης», «Στείβει θαλάσσης κυματούμενον σάλῳ», «Θείῳ καλυφθείς ὁ βραδύγλωσσος γνόφῳ», φτιαγμένοι σὲ ἱαμβικούς τρίμετρους, κατ᾽ ἀπομίμησιν Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τὸν ὁποῖο εἶχε καὶ αὐτός πρότυπο, ὅπως καὶ ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελωδός. Ὁ Δαμασκηνός μουσούργησε καὶ τὸν κατ᾽ Ἀλφάβητο Κανόνα τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ποιήσας γιὰ τὴν Δ´ ᾠδή δύο Εἰρμούς «Τὴν ἀνεξιχνίαστον θείαν βουλήν καὶ «Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ». Ἐπίσης τοὺς Κανόνες «Παρθένοι νεάνιδες σὺν Μαριάμ τῇ Προφήτιδι», «Τῷ Σωτήρι Θεῷ τᾡ ἐν θαλάσσῃ λαόν», εἰς τὴν Ὑπαπαντήν, εἰς τὴν Ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ, εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, στοὺς Προφήτας, στοὺς Ἀποστόλους, στοὺς ἱεράρχας, στοὺς μάρτυρας, στοὸς ὁσίους, στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, στὴν ἀνάμνηση τοῦ ἐπιφανέντος σημείου τοῦ Σταυροῦ στὸν Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο, κλπ. Ὑπομνήματα δὲ καὶ ἑρμηνεῖες στοὺς ἀσματικούς Κανόνες τoῦ θείου μελωδοῦ ἔγραψαν ὁ Ζωναράς, ὁ Γρηγόριος ὁ Πάρδος ἐπίσκοπος Κορίνθου, Εὐστάθιος ὁ Θεσσαλονίκης, Μάρκος ὁ Ἐφέσου καὶ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.

Στὸν ἱερό Δαμασκηνό ἀποδίδονται καὶ οἱ ἐξῆς ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι «Ὑπερένδοξε ἀειπάρθενε εὐλογημένη Θεοτόκε προσάγαγε», «Ἐπί σοὶ χαίρει κεχαριτωμένη πᾶσα ἡ κτίσις», «Τὴν ἄχραντον εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ», «Ἐλέησον ἡμᾶς Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς», «Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς ἐπί σoὶ γὰρ πεποίθαμεν», «Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν εὐλογημένη Θεοτόκε», «Πολλά τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν Θεοτόκε πταισμάτων», «Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι», «Τῶν οὐρανίων στρατιῶν Ἀρχιστράτηγε», τὰ Τροπάρια στὶς Ὥρες καὶ τὰ Στιχηρά τοῦ Πάσχα, τὰ 26 νεκρώσιμα ἰδιόμελα καὶ στιχηρά τὰ ποιηθέντα στὴν μονή τοῦ ἁγίoυ Σάββα. Αὐτά τὰ ἔξοχα καὶ λαμπρά ἔργα τοῦ Δαμασκηνοῦ, χρησίμευσαν σὰν ὑπόδειγμα στοὺς μεταγενέστερους μελωδούς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὰ ὁποῖα διαδόθηκαν παντοῦ καὶ συνετέλεσαν στὸ νὰ περιπέσουν σὲ ἀχρηστία τὰ πολλά Κοντάκια τοῦ Ρωμανοῦ, μὲ ἐξαίρεση ὁλίγων.

Στὸν θεῖο μουσουργό ἀποδίδονται καὶ τὰ ἐξῆς μουσουργήματα, τὰ ὀκτώ μέγιστα Κεκραγάρια, τὰ προωδικά τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου, τὸ Ἀργό «Θεός Κύριος» τοῦ Ἀκαθίστου, «Τὸ προσταχθέν μυστικῶς», τὸ δίχορο ἀργό «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», τὸ «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται», τὸ «Ὅτε oἱ ἔνδοξοι μαθηταί», τὸ εἰς ἦχο Α´ Κοινωνικό «Γεύσασθε καὶ ἴδετε», τὸ εἰς ἦχον Πλ. Β´ Χερουβικό τῶν Προηγιασμένων «Νῦν αἱ δυνάμεις» καὶ ἄλλα πολλά μαθήματα, ὡς Χερουβικά καὶ Κοινωνικά. Τὰ μεγάλα μαθήματα τοῦ Δαμασκηνοῦ μετέφερε στὴν ἀναλυτική μoυσικήν γραφή του, ὁ Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος, καὶ οἱ διδάσκαλοι Γρηγόριος Πρωτοψάλτης καὶ Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ.  

Τῇ Ὑπερμάχῳ...                                                                                                            [ 3΄ 10΄΄]
 Ψάλλει ὁ Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος τῆς Μ.τ.Χ.Ἐ. π. Γεώργιος Τσέτσης, εἰς ἦχον πλ. δ΄.
Ἀναγράφω σοι...                                                                                                           [ 2΄ 54΄΄]
 Ψάλλει ὁ Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος τῆς Μ.τ.Χ.Ἐ. π. Γεώργιος Τσέτσης, εἰς ἦχον πλ. δ΄.
Ἐκ παντοίων...                                                                                                               [ 2΄ 51΄΄]
 Ψάλλει ὁ Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος τῆς Μ.τ.Χ.Ἐ. π. Γεώργιος Τσέτσης, εἰς ἦχον πλ. δ΄.

Προσθέτουμε δὲ ἐδῶ ὅτι τὸ πλῆθος τῶν νέων ἀσμάτων, τὰ ὁποῖα παρέδωσαν στὴν Ἐκκλησία ὁ Δαμασκηνός καὶ ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, οὐσιαστικά διεύρυναν τὸν κύκλο τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, διὸ καὶ ἐδέησε νὰ ἀναθεωρηθεί παρὰ τοῦ θείου φωστῆρα τῆς Δαμασκοῦ τὸ τέως στοιχειῶδες Ἱεροσολυμιτικόν Τυπικόν Σάββα τοῦ ἡγιασμένου, στὸ ὁποῖο περιελήφθησαν καὶ τὰ καθιερωμένα ἄσματα ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Ἐπειδή δὲ πρὸ τοῦ Δαμασκηνοῦ κάθε τοπική Ἐκκλησία καὶ κάθε μονή εἶχε δικό της Τυπικό, αὐτό τοῦ Δαμασκηνοῦ συνετέλεσε στὴν ἐκκλησιαστική ἐνότητα.

[Γεώργιος Παπαδόπουλος - Ἐκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη]

 

ΑΡΧΙΚΗ ] ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ] ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ]