Κωνσταντῖνος ΠρίγγοςἌρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μ.τ.Χ.Ἐ. Ὁ Κωνσταντῖνος Πρίγγος ἐγεννήθη ἐν Κωνσταντινουπόλει, κατὰ τὸ ἔτος 1892. Ἡ ἄποψις πολλῶν ὅτι ἐγεννήθη ἐν Ζαγορᾷ τοῦ Βόλου δὲν εὐσταθεῖ. Ἐφοίτησε μέχρι τὴν Δ´ γυμνασίου (ἤτοι τὴν Α´ λυκείου) εἰς τὸ Ζωγράφειον Γυμνάσιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ ἔτος 1915, ἐνυμφεύθη τὴν ἐπίσης Κωνσταντινουπολίτισσα Ἑλένην καὶ ἀπέκτησε ἀπὸ αὐτὴν τρία παιδία· τὸν Βύρωνα, τὴν Ἀλίκην, καὶ τὴν Κυβέλην, ἡ ὁποία ἀπεβίωσε τὸ ἔτος 1950. Τὰ πρῶτα μουσικὰ γράμματα τὰ ἐδιδάχθη εἰς ἡλικίαν δέκα ἐτῶν ἀπὸ τὸν Πρωτοψάλτην τοῦ καθεδρικοῦ Ναοῦ Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Πέραν, Μουσικοδιδασκάλου Εὐστρατίου Παπαδοπούλου τοῦ Βυζαντίου, τοῦ ἐπιλεγομένου Καμπούρη, ὅπου καὶ διεκρίθη ὡς Α´ Κανονάρχης. Μετέπειτα κατ᾽ οἶκον διδάσκαλός του ἧτο ὁ Μιχαὴλ Μουρκίδης, Πρωτοψάλτης Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Τριάδος Πέραν, διακεκριμμένος ἐπὶ καλλιφωνίᾳ καὶ μουσικῇ ἐμπειρίᾳ. Ἀμφότεροι oἱ διδάσκαλοί του ἦσαν μαθηταὶ τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Γεωργίου τοῦ Ῥαιδεστηνοῦ τοῦ Β´, μεγάλου ἐκτελεστοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Ἐν συνεχείᾳ ἐπὶ τέσσαρα περίπου ἔτη ἐφοίτησε εἰς τὴν Πατριαρχικὴ Μουσικὴ Σχολή, ἔχων διδάσκαλον καὶ τὸν Ἰάκωβον Ναυπλιώτην, ὅπου καὶ ἐτελειοποιήθη εἰς τὴν θεωρίαν καὶ ὀρθογραφίαν τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς.
Πολυκύμαντος ἦτο ἡ ψαλτική του σταδιοδρομία. Συγκεκριμένα ἔψαλλε στοὺς κάτωθι Ναούς·
Ἀπὸ τὸ 1908 - 1909, Β´ Ψάλτης Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Ἀποστόλων Φερίκιοϊ. Εἰς τὸ τεῦχος Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1938 τοῦ περιοδικοῦ «Ὀρθοδοξία» ἀναφέρεται· «Εἰς τὴν διὰ τοῦ θανάτου τοῦ ἀειμνήστου Εὐστ. Βιγγοπούλου κενωθεῖσαν θέσιν τοῦ Ἄρχοντος Λαμπαδαρίου τῆς Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ Α. Θ. Παναγιότης διώρισε τὸν πρωτοψάλτην τῆς ἐν Ταταούλοις Ἱ. Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγ. Δημητρίου κ. Κωνσταντῖνον Πρίγγον, ὅστις πρὸ ἱκανῶν ἐτῶν ἐχρημάτισε Β´ Δομέστικος τοῦ Πανσέπτου Πατριαρχικοῦ Ναοῦ». Εἰς τὸν διορισμὸ αὐτόν, μεγάλως συνέβαλε ὁ Ἰακ. Ναυπλιώτης, μὲ τὴν ἑξῆς ἐτυμηγορίαν του· «Διὰ νὰ διαφυλαχθῇ τὸ πατριαρχικὸν ὕφος, ὁ μόνος κατάλληλος εἶναι ὁ Πρίγγος», ἡ ὁποία καὶ ἐπεκράτησε, δεδομένου ὅτι ὁ τότε Α´ Δομέστικος Ἀναστάσιος Μιχαηλίδης, αὐτὸς ὁ λίαν πεπειραμένος καὶ βαθὺς γνώστης τῆς πατριαρχικῆς τάξεως, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πολλὰ ἀπεκόμισαν Πρίγγος καὶ Στανίτσας, λόγῳ ἀκαταλληλότητος τῆς φωνῆς του, δὲν ἐθεωρήθη ἱκανὸς προαγωγῆς. Ὡς Ἄρχων Λαμπαδάριος ἔψαλλε μέχρι τὸν Μάρτιο τοῦ 1939, ὅταν ὁ Ἄρχων Πρωτοψάλτης Ἰάκωβος Ναυπλιώτης ἔλαβεν ἐξάμηνον ἀναρρωτικὴν ἄδειαν, μὲ τὴν λῆξιν τῆς ὁποίας ὑπέβαλε τὴν ὁριστικήν του παραίτησιν. Ἀπὸ 1ης Μαρτίου τοῦ 1939 μέχρι καὶ τὴν 23ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχρημάτισεν Τοποτηρητὴς τῆς Πρωτοψαλτίας, ἐνῷ ἀπὸ τὰς 24 Σεπτεμβρίου 1939 μέχρι καὶ τὰ μέσα τοῦ 1959, ποὺ διὰ λόγους ὑγείας παρητήθη, ἐπὶ μίαν εἰκοσαετίαν, Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1957 προσβληθεὶς ἀπὸ παραπληγίαν, μετεκινεῖτο μετὰ δυσκολίας βαδίζων, ὑποβασταζόμενος ὑπὸ φίλων μέχρι καὶ τὸ ἀναλόγιον, λόγῳ ἀτονίας τῶν κάτω ἄκρων του. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Πρίγγος, χάριν θεραπείας καὶ μὴ ἔχων τὴν κεφαλήν ποῦ κλῖναι, ἀναχωρεῖ εἰς Ἑλλάδα, ὅπου ἐπὶ τριετίαν καὶ πλέον νοσηλεύεται εἰς τὸ Nοσοκομεῖον «Εὐαγγελισμός». Καὶ φθάνουμε στὸν Φεβρουάριο τοῦ 1964. Ἡ χορῳδία Συνδέσμου Μουσικοφίλων Κωνσταντινουπόλεως συναθροισμένη εἰς τὴν αἴθουσα Παναγίας Σταυροδρομίου, ἑτοίμη διὰ τελευταία πρόβα προσεχοῦς ἐμφανίσεώς της, ἀναμένει τὸν χοράρχη Θρ. Στανίτσα, ὁ ὁποῖος καὶ ἀργοπορεῖ. Αἴφνης ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ εἰσέρχεται εἰς τὴν αἴθουσα περίλυπος, παλλούσῃ τῇ φωνῇ ἀναγγέλλων τὸν θάνατον τοῦ Πρίγγου. Ταυτόχρονα σωριάζεται σὲ ἕνα κάθισμα, κλαίων μετὰ λυγμῶν ὡσὰν μικρὸ παιδί. Βλέπετε αὐτὸν ἔταξε ἡ μοῖρα ἀγγελλιοφόρον τοῦ θλιβεροῦ μηνύματος τοῦ θανάτου, τοῦ ἐπὶ μίαν εἰκοσαετίαν συναδέλφου του. «Ἐπελθὼν ὁ θάνατος πάντα ἐξηφάνισται». Ἔπρεπε νὰ ἐπέλθῃ τὸ μοιραῖον, γιὰ νὰ παραχωρήσουν αἱ ἀνθρώπιναι ἀδυναμίαι τὴν θέσιν των εἰς τὸ δέος καὶ τὸν οἶκτο. Τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας του, ἡ ὁποία ἐψάλη μεγαλοπρεπῶς εἰς τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἀθηνῶν, ἐπεμελήθη ὁ Σύλλογος Φίλων Βυζαντινῆς Μουσικῆς Ἀθηνῶν καὶ ὁ ἐνταφιασμὸς ἐγένετο εἰς τὸ Γ´ Νεκροταφεῖον. Ἀργότερα εἰς ἔρανο ποὺ πραγματοποιήθηκε μερίμνῃ καὶ πρωτοβουλίᾳ τοῦ ἐπιφανοῦς μουσικοδιδασκάλου καὶ ἐκλεκτοῦ ἀνδρὸς Γεωργίου Τσατσαρώνη, συνηθροίσθη σεβαστὸ ποσὸν τὸ ὁποῖον καὶ διετέθη εἰς τὴν ἀνέγερσιν μνημείου εἰς τὸ Νεκροταφεῖον Ν. Σμύρνης, εἰς μνὴμην τῶν ἀπὸ Ἁλώσεως καὶ μέχρι τῆς σήμερον θανόντων ἱεροψαλτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἐκεῖ τὸ ἔτος 1972 ἐγένετο ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν τοῦ ἀειμνήστου Πρίγγου μὲ μεγαλοπρέπειαν, προεξάρχοντος τοῦ τότε Σεβ. Μητροπολίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Βελγίου κ. Αἰμιλιανοῦ Ζαχαροπούλου, ὅστις καὶ ἐξεφώνησε τὸν κατάλληλον τῇ περιστάσει λόγον. Αὐτὰ εἰς μνημόσυνον αἰώνιον. Ὁ Πρίγγος εἰς τὴν ἰδιωτική του ζωὴ ἦτο λιτός. Ἀπὸ οἰκονομικῆς πλευρᾶς, ὁ μισθός του ἱκανοποιητικὸς μέν, ὅμως δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ζῇ, ὅπως ἁρμόζει εἰς Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη. Παρὰ ταῦτα κυκλοφοροῦσε πάντοτε εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένος. Ἂν καὶ ἐκάπνιζε, αὐτὸ δὲν τοῦ δημιούργησε προβλήματα. Δὲν ἧτο πότης, ἠρέσκετο ὅμως νὰ συνευωχεῖται καὶ ἐξηγοῦμαι. Τοὺς χειμερινοὺς μῆνας κυρίως, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς Κυριακάτικης Λειτουργίας, ὅλοι οἱ ψάλται τῆς περιοχῆς Φαναρίου καὶ περιχώρων συνηθροίζοντο εἰς τὸ καφενεῖο τοῦ Γιώργου, εἰς τὴν πλατεῖα Φαναρίου. Ἐκεῖ ἐρχόταν καὶ ὁ Πρίγγος, γιὰ νὰ πάρῃ τὸν εἰθισμένον του καφὲ ἐν μέσῳ θαυμαστῶν του. Ἀκολουθοῦσαν συζητήσεις, κυρίως γιὰ ψαλτικὰ θέματα, ποὺ διαρκοῦσαν μία, πολλὲς φορὲς καὶ δύο ὧρες. Αὐτὸς ὁ μικρός μέν τὸ δέμας, δεινὸς ὅμως ὡς πρὸς τὴν ἐφαρμογὴ καὶ ἐκτέλεσιν τοῦ Πατριαρχικοῦ ὕφους, αὐτὸς ὁ γλυκαίνων ἀκοὴν καὶ διάνοιαν διὰ τῶν μελιῤῥύτων αὐτοῦ φθεγμάτων, ἦτο μία ἀπὸ τὰς σπανίας μορφὰς τῆς ἱερᾶς ἡμῶν μουσικῆς, προικισμένος ἀπὸ τὴν φύσιν μὲ ἐξαίρετον φωνητικὸν τάλαντον, ἀπαράμιλλον μουσικὴν δεινότητα, σπάνια ἠδύτητα τῆς φωνῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ μνήμη ἀπεριόριστον. Ἄριστος μελοποιός, μὲ ἀρκετὰ πλούσια συνθετικὴ δράση, ὄχι ὅμως καὶ ἐκδοτική. Τὸ μοναδικὸ του ἐπίσημο σύγγραμμα, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει ἡ ἁπλότητα τῆς γραφῆς καὶ διὰ τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος εἰς πρόλογόν του μᾶς λέγει ὅτι· «Μᾶς παραδίδει διὰ γραφῆς ὅ,τι διὰ ζώσης παρέλαβε ἀπὸ τὸν διδάσκαλόν του Ἰάκωβο Ναυπλιώτη», εἶναι τὰ ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡ Πατριαρχικὴ Φόρμιγξ», Μεγάλη Ἑβδομάς, Δοξαστάριον καὶ Ἀναστασιματάριον (Τὰ δύο τελευταία συμπληρωθέντα ὑπὸ μαθητῶν του καθ᾽ ὑπαγόρευσιν τοῦ ἰδίου). Ὅσον ἀφορᾶ τὴν συνθετική του δράση, ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω, ἔχει μελοποιήσει πλῆθος ἀργῶν καὶ ἀργοσυντόμων Χερουβικῶν εἰς ὅλους τοὺς ἤχους, Λειτουργικὰ εἰς ἦχον β´ (Χουζζάμ), πλ. α´, πλ. β´, βαρύν, πλ. δ´ καὶ πλ. α´ (Χιτζαζκιὰρ Κιουρντί), «Δύναμις» εἰς ἦχον α´ (Σαμπαχί), «Δύναμις - Ὅσοι εἰς Χριστόν». Δύο ἐμμελεστάτους πολυχρονισμοὺς εἰς ἦχον πλ. α´ καὶ πλ. δ´ καὶ ἄλλα. Ὅλα τὰ γνήσια ἔργα του φέρουν τὴν σφραγῖδα ἐνδελεχοῦς ἐργασίας, ἐκλεκτικότητος καὶ ἀνωτέρας ἐμπνεύσεως. Πολλοὶ σύγχρονοι μελοποιοὶ ἔχουν ἐκδόσει ἢ καὶ ἔχουν συμπεριλάβει σποράδην, εἰς διαφόρους ἐκδόσεις τῶν, μεταξὺ ἄλλων πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω, μὲ γραφὴν ὅμως τελείως διάφορον τῆς τοῦ ἰδίου. Ἡ φωνή του ἐκινεῖτο ἄνετα εἰς δὶς διαπασῶν κλίμακα καὶ πέραν τούτου, ὅπου δεῖ, ἐχρησιμοποίει δύο καὶ τρεῖς νόθες φωνὲς πρὸς τὸ ὀξύ. Γλυκύς, σεμνοπρεπὴς καὶ μυστικοπαθὴς κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν ὡρισμένων μαθημάτων, ὅπως προεισαγωγαὶ ἀργῶν Χερουβικῶν, ἀργὸν Ἀλληλούϊα τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Νυμφίου, ἀργὰ Προκείμενα τῶν κατανυκτικῶν Ἑσπερινῶν, «Δόξα σοι Κύριε» τοῦ Εὐαγγελίου, «Tὸv Δεσπότην καὶ Ἀρχιερέα» -τὸ ὁποῖον συνήθιζε να ψάλλῃ ἐστραμμένος πρὸς τὸν Δεσποτικὸν Θρόνον καὶ μὲ τὰς παλάμας τῶν χειρῶν του ἑνωμένας, ὅπως ἵσταται ὁ κανονάρχης ἀπέναντι τοῦ Πατριάρχου γιὰ νὰ ἀπαγγείλῃ τὸ «Κέλευσον, Δέσποτα» καὶ ἄλλα. Ἡγεμονικός δέ, ὅπως συνήθιζε νὰ λέγῃ καὶ ὁ ἴδιος, κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν μαθημάτων, ὅπως Ἀκολουθίαι Ἑσπερινοῦ καὶ Ὄρθρου ἐν γένει, ἀργαὶ Δοξολογίαι, ἀργὰ Ἰδιόμελα Κατανυκτικῶν Ἑσπερινῶν, ἀργαὶ Καταβασίαι· «Ἤδη βάπτεται κάλαμος», «Τὸν ἥλιον κρύψαντα» - κατὰ τὴν περιφορὰν τοῦ Ἐπιταφίου, Τροπάριον τῆς Κασσιανῆς ἑξαιρουμένων ὡρισμένων γραμμῶν καὶ ἄλλα, πάντοτε ὅμως εἰς ὕφος Πατριαρχικόν. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Τὶ εἶναι τὸ Πατριαρχικὸν λεγόμενον ὕφος; Σεμνότης καὶ μεγαλοπρέπεια, ἡγεμονικὴ ἢ μυστικοπαθὴς ἐκτέλεσις ὅπου δεῖ, ὁ ἐνδεδειγμένος χρόνος, ἡ ὀρθὴ ἀπαγγελία, ὁ τονισμὸς τῶν λέξεων καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ σωματικὴ στάσις τοῦ ψάλλοντος, ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ συνυφασμένα δίδουν, κατὰ τὸν Πρίγγον, τὸν ὁρισμὸν τῆς ἐννοίας τοῦ Πατριαρχικοῦ ὕφους, τὸ ὁποῖον μεταδίδεται διὰ ζώσης καὶ μόνον καὶ ἀποκλειστικῶς ἐν τῷ Πατριαρχικῷ Ναῷ. Ἄν καὶ ποτὲ δὲν χρησιμοποιοῦσε φθογγόμετρον, καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς πρωτοψαλτίας του, τὰ ἴδια μαθήματα τὰ ἔψαλλε πάντοτε εἰς τὴν ἰδίαν βάσιν. Αὐτὸ δὲν ἐξέφευγε τῆς προσοχῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκδήλου ἐκτιμήσεως τοῦ Στανίτσα. Ψυχρότης χαρακτήριζε, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τὶς σχέσεις τῶν δύο ἀνδρῶν Πρίγγου καὶ Στανίτσα. Ἀπέφευγαν νὰ συναντῶνται. Ὑπῆρχαν ὅμως στιγμαὶ ἢ καὶ περίοδοι παροδικῆς φιλίας. Παρὰ ταῦτα ὁ Στανίτσας, εἰς μίαν κατ᾽ ἰδίαν συνομιλίαν μας, δὲν δίστασε νὰ τὸν ὀνομάσῃ γίγαvτα. Αὐτὸ τὸν τιμᾷ. Ὅπως καὶ ὁ Πρίγγος πολλάκις μου ἔλεγε· «Ἄκουσε, Σταμάτη, μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ἐννοοῦσε τὸν Στανίτσα, ἄλλος δὲν ὑπάρχει νὰ τὸν διαδεχθῇ.» Ἀναμφιβόλως ἡ ὀκταετής διαμονὴ τοῦ Πρίγγου στὴν Ἑλλάδα (1925 - 1933) ἄφησε ἐποχή. Ὁ τρόπος τοῦ ψάλλειν, ἤτοι τὸ σεμνοπρεπὲς καὶ μυστικοπαθές του ὕφος, ὁμοῦ καὶ τὸ καλλικέλαδον τῆς φωνῆς του, εἶχον μεγάλην ἐπίδρασιν εἰς τὸν ἱεροψαλτικὸν καὶ ὄχι μόνο κόσμον, ἀποτέλεσμα τῆς ὁποίας ἧτο ἡ δημιουργία ἑνὸς ῥεύματος ὀπαδῶν Πρίγγου. Ὁ Πρίγγος διέπρεπε καὶ ὡς χοράρχης, ἀπὸ τοῦ ἔτους 1948 τῆς νεοσυστάτου τότε Χορῳδίας Συνδέσμου Μουσικοφίλων Κωνσταντινουπόλεως τὴν ὁποίαν ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν διηύθυνε μὲ μεγάλην μαεστρίαν ἀλλὰ καὶ πειθαρχίαν. Ἐν κατακλεῖδι ὁ Πρίγγος ἐτίμησε τὸ πατριαρχικὸ ἀναλόγιον διακριθεὶς διὰ τὴν καλλιφωνίαν του καὶ τὴν μουσικήν του μόρφωσιν. Ἰδίως ὅμως ἀφῆκεν ἐποχὴ ὡς ἄριστος ἐκτελεστὴς τοῦ Πατριαρχικοῦ ὕφους, φανεὶς ἀντάξιος τῶν προκατόχων του. ὑπὸ τοῦ κ. Σταμάτη Παπαμανωλάκη |
|