Συνηθίζεται οἱ μεγάλοι Πρωτοψάλτες μετὰ θάνατον νὰ τιμοῦνται μὲ
ἐκδηλώσεις τιμῆς καὶ σεβασμοῦ, ἀντάξιες τῶν θέσεων καὶ τῆς προσφοράς τους.
Ἔτσι, κατὰ καιροὺς τιμήθηκαν οἱ μεγάλοι
Μελοποιοὶ καὶ Πρωτοψάλτες ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΡΕΚΕΤΗΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ
ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΟΣ ὁ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗΣ καὶ τελευταία, ἀπὸ διαφόρους
φορεῖc, οἱ Ἄρχοντες Πρωτοψάλτες τοῦ Πατριαρχείου τοῦ αἰώνα μας ΙΑΚΩΒΟΣ
ΝΑΥΠΛΙΩΤΗΣ, ποὺ διετέλεσε Ἄρχων Πρωτοψάλτης κατὰ τὰ ἔτη 1911-1938, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΠΡΙΓΓΟΣ, ποὺ διετέλεσε Ἄρχων Ποωτοψάλτης, μετὰ τὸν Ναυπλιώτη, κατὰ τὰ ἔτη
1939-1959, καὶ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΣΤΑΝΙΤΣΑΣ, ποὺ διετέλεσε Ἄρχων Πρωτοψάλτης, μετὰ τὸν
Πρίγγο, κατὰ τὰ ἔτη 1960-1964.
Σήμερα, σειρὰ ἔχει καὶ ὁ τελευταῖος ἐκλιπὼν,
ὁ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ὁ ὁποῖος διετέλεσε Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μετὰ τὸν Στανίτσα, ἀπὸ τὸ ἔτος 1966 καὶ μέχρι τὴν ἡμέρα τοῦ
θανάτου του τὸ 1985.
Πρέπον, λοιπόν, καὶ ἱερὸν καθῆκον καὶ χρέος
τοῦ μουσικολογικοῦ κόσμου τῶν Ἱεροψαλτῶν, ἀλλὰ καὶ παντὸς εὐλαβοῦς χριστιανοῦ,
τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, νὰ ἀποδοθῇ τὸ ὀφειλόμενο στὸν ἄξιο συνεχιστὴ τῶν
προκατόχων του, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη ΜΕΓΑΛΟΣ καὶ μεταξὺ τῶν ΜΕΓΑΛΩΝ σύγκριση δὲν
γίνεται.
«Στὴν ἁλυσίδα τῶν ΜΕΓΑΛΩΝ Πρωτοψαλτῶν»
ἄλλωστε σὰν «πάγχρυσον κρίκον» τὸν κατέταξε ὁ αὐστηρὸς καὶ συντηρητικὸς
ἡμερήσιος τύπος τῆς πόλης σὲ νεκρολογία γιὰ τὸν θάνατο του, χαρακτηρίζοντας τον
«μοναδικὴν μορφὴν τῆς Ὁμογενείας, μεγάλην μορφὴν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας
μουσικῆς».
Ἰδιαιτέρα ἐξ ἄλλου ὑποχρέωση καὶ
ὀφειλὴ πρὸς τὸν μακαριστὸ Δάσκαλο αἰσθάνεται καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐκπληρώσῃ ὁ
χοράρχης τῆς σημερινῆς σεμνῆς ἐκδηλώσεως ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΝΤΑΡΑΒΑΝΟΓΛΟΥ, ποὺ ὑπῆρξε
ἄμεσος μαθητής του στὸ Πατριαρχικὸ Ἀναλόγιο, καθὼς καὶ ὁ ὁμιλὼν ποὺ εἶχε τὴν
εὐτυχία νὰ τὸν ἔχει Καθηγητὴ τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς στὴν Ἱερὰ Θεολογικὴ Σχολὴ
τῆς Χάλκης, ὅταν ἐκεῖνος διεδέχθη τὸν Κωνσταντίνο Πρίγγο στὴν ἕδρα τὸ σχολικὸ
ἔτος 1957-1958.
Σήμερα λοιπόν, συγκεντρωθήκαμε ἐδῶ γιὰ νὰ
τιμήσουμε καὶ τὸν τελευταῖο Ἐργάτη – Πρωτοψάλτη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,
καὶ θὰ προσπαθήσουμε, ἂν μπορέσουμε, νὰ ποῦμε μερικὲς λέξεις ἀληθινές, λέξεις
δυνατές, καὶ γι᾽ αὐτόν, τὸν ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, καὶ γιὰ τὸ Πατριαρχικὸ Ἀναλόγιο, ποὺ τὸ
τίμησε καὶ τὸ ὑπηρέτησε μὲ τὴν ἱκανότητα καὶ τὴν ἐμπειρία ἀλλὰ καὶ τὴν
εὐαισθησία ποὺ τὸν διέκρινε.
Σεβασμιώτατε,
Πανοσιολογιώτατοι, Αἰδεσιμολογιώτατοι, Ἱερολογιώτατοι πατέρες, ἐν Χριστῷ
ἀδελφοί,
Σεβαστοὶ Καθηγηταὶ τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης καὶ τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους
Σχολῆς.
Ἀγαπητοὶ ὁμογάλακτοι συμμαθηταὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, μαθηταὶ τοῦ
Νικολαΐδη,
Ἐντιμότατε κ. Νικολαΐδη, ἀδελφὲ κατὰ σάρκα τοῦ τιμωμένου σήμερα ἀειμνήστου
Νικολαΐδη,
Μουσικολογιώτατοι Καθηγηταὶ καὶ Ἱεροψάλται,
Φιλόμουσο ἀκροατήριο, Κυρίες, Δεσποινίδες καὶ Κύριοι.
Πᾶτε σὲ μιὰ περίπτωση ἐκκλησία, σ' ἕνα Ναό,
σ' αὐτὸν ἡ σ᾽ ἐκεῖνον, πᾶτε στὸ Σούνιο, στὸν Παρθενῶνα, στὸν Ὅσιο Λουκᾶ, στὴν
Ἁγία Σοφία, καὶ νοιώθετε βαθιὰ κατάνυξη, συγκίνηση, συντριβὴ μπροστὰ στὸ λείψανο
ἑνὸς ἁγίου.
Τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς μεταρσιώνει; Εἶναι ἡ
ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ ναοῦ; Εἶναι ἡ ἱστορία του ἡ μεγάλη; Εἶναι κι᾽ αὐτά. Ἀλλὰ εἶναι
κυρίως κάτι ἄλλο σπουδαιότερο, ἀσύλληπτο, ἀόρατο, μυστικό!
Εἶναι ἡ προσωπικὴ πίστη τῶν προσκυνητῶν ποὺ
πῆγαν ἐπὶ τόσον καιρό, ἐπὶ τόσους αἰῶνες, νὰ προσκυνήσουν στὸ Ναό, νὰ καταθέσουν
σὲ αὐτὸν ὅτι πολυτιμότερο ἡ ψυχὴ του εἶχε νὰ δώσῃ, τὴν πίστη τους στὸ Θεό, τὸν
πόνο ποὺ εἴχαν αἰσθανθεῖ, τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον. Οἱ κίονες τοῦ Ναοῦ, ἡ στέγη,
τὸ δάπεδο, ὁλόκληρος ὁ Ναός, κάθε τμῆμα του, κάθε τεμάχιο, κάτι ἀπορρόφησε στὸ
πέρασμα τοῦ χρόνου ἀπὸ αὐτὰ ποὺ οἱ πιστοὶ προσκόμισαν σὰν ἁγία Προσκομιδή, ἀπὸ
ὅ,τι πολυτιμότερο, θειότερο, ἁγιότερο εἶχαν ἀφήσῃ ἐκεῖ.
Μέσα ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ Ναό, μὲ τὸν
ἱστορικό του θρόνο; τὸν Ἄμβωνα, τὸ Τέμπλο, τὰ Ἀναλόγια πέρασαν Πατριάρχες,
Ἀρχιερεῖς, Ὀφφικιάλοι. Πέρασαν Ἰάκωβοι καὶ Πέτροι, Ναυπλιῶτες καὶ Βιολάκηδες καὶ
Πρίγγοι.
Κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ θόλο μὲ τοὺς μαυρισμένους
τοίχους ἀπὸ τὸ λιβάνι καὶ τὸ κερί, ἔγιναν τελετὲς μεγάλες καὶ ἰστορικές, καὶ
βλέπει κανεὶς μὲ τὴ φαντασία του καὶ ἀκούει μέσα στὴν ἡσυχία τὶς γλυκεῖς φωνὲς
ὅλων αὐτῶν, ποὺ πρόσφεραν τὴ ζωὴ τους στὸν ἱερὸ βωμό, στὸ Ἀναλόγιο.
Μιὰ ἀπὸ αὐτές τὶς φωνὲς ὑπῆρξε αὐτὸς ποὺ
σήμερα τιμᾶται ὁ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ
Ἐκκλησίας.
Ἔκτακτο πρόσωπο μὲ τὴν βαθιὰ ἀσκητικότητα
καὶ ταπεινότητά του. Ἕνα πρόσωπο, ἀπὸ τὰ προνομιούχα ἐκεῖνα πρόσωπα, ὅπως εἶναι
τὰ παιδιά, οἱ φτωχοί, οἱ ταπεινοὶ «τῇ καρδίᾳ», οἱ μικροί, ὅσοι βρίσκονται δίπλα
στὸν ταπεινὸ Ἰησοῦ τῆς Ναζαρέτ.
Ὁ ἀείμνηστος ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ἤξερε νὰ
συμφιλιώνεται μὲ αὐτὰ ποὺ χάνει καὶ μὲ τὸν θάνατο ποὺ ἔρχεται, πρᾶγμα ποὺ τὸν
βοηθοῦσε νὰ γνωρίσῃ καὶ νὰ προσεγγίσῃ τὸν Θεό.
Ὁ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ἦταν γνωστὸς στοὺς
ἱεροψαλτικοὺς κύκλους τῆς Πόλης μὲ τὸ χαϊδευτικὸ «ὁ Βασιλάκης», γεννήθηκε στὶς 8
Νοεμβρίου τοῦ 1915 στὸ Πικρίδιο (Χάσκιοϊ) τῆς Πόλης, περιοχὴ στὸν Κεράτιο,
ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Φανάρι.
Γονεῖς
του: ὁ ὀνομαστὸς καὶ καλλίφωνος πατὴρ Καλλίνικος, ἐφημέριος στὸ Πέραν καὶ ἡ
πρεσβυτέρα Σουλτάνα, τὸ γένος Κωτόγλου. Ἀπόφοιτος τοῦ ἔτους 1934, τῆς
Πατριαρχικῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς στὸ Φανάρι, καὶ ἀπόφοιτος ἀργότερα τοῦ
ἔτους 1957 τοῦ Κρατικοῦ Τουρκικοῦ Ὠδείου, ὅπου διακρίθηκε ἀριστοῦχος στὴν
Κλασσικὴ Τουρκικὴ καὶ Εὐρωπαϊκὴ Μουσική. Ὅμως ἡ μεγαλύτερη σπουδὴ τοῦ Βασ.
Νικολαΐδη ἤταν τὸ Πατριαρχικὸ Ἀναλόγιο. Ἀπὸ μικρὸ παιδάκι ἀνέβηκε στὸ Ἀναλόγιο
τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ κοντὰ στὸν Ἰάκωβο Ναυπλιώτη, ἔχοντας μέσα στὴν ψυχή του τὸ
ψαλμικό: «ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με» (Ψαλμ.68,10) καὶ ἐκεῖ γνώρισε τὴν
ἐπιστήμη τοῦ Ἀναλογίου διὰ ζώσης. Ἀργότερα συνέχισε νὰ μαθητεύῃ κοντὰ στὸν
Κωνσταντῖνο Πρίγγο. Ἀκόμη συναναστράφηκε καὶ μαθήτευσε κοντὰ στὸν Θεοδόσιο
Γεωργιάδη καὶ Μιχαὴλ Χατζηαθανασίου. Ἔτσι παρέλαβε τὰ μυστικὰ τῆς τέχνης ἀπὸ
«πρῶτο χέρι», ἀπὸ τοὺς ἀμέσως προκατόχους του.
Στὴ συνέχεια διορίζεται καὶ ψάλλει κατὰ
σειρὰν σὲ διαφόρους Ναοὺς τῆς Πόλης, στὴν ἁγία Παρασκευὴ Πικριδίου (Χάσκιοϊ),
γενέτειρά του, στὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο Πέραν, στὸν ἅγιο Γεώργιο Χρυσοκεράμου
(Τσεγκέλκιοϊ), στὸν ἅγιο Ἰωάννη τῶν Χίων στὸ Γαλατᾶ μὲ δεξιὸ τὸν Πρίγγο, καὶ
στὸν ἅγιο Δημήτριο Ταταούλων (Κουρτουλούς), ἐπίσης μὲ δεξιὸ τὸν Πρίγγο καὶ
ἀργότερα ὡς δεξιὸς ὁ ἴδιος.
Μετὰ τὴν ἀπέλαση τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου
Θρασύβουλου Στανίτσα καὶ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ Ἄρχοντος Λαμπαδαρίου Νικολάου
Δανιηλίδη, καλεῖται «ἔξωθεν» ἀναγκαστικῶς, ὡς ὁ καταλληλότερος, ὁ καλλιφωνότερος
καὶ ὁ συντηρητικότερος γιὰ νὰ ἀναλάβῃ τὴν θέση τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου, καὶ
κατὰ τὴν 2αν Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1966 στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν Βαΐων, ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α', τὸν χειροθετεῖ σὲ Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη
τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ἡ «ἔξωθεν» αὐτὴ πρόσληψη τοῦ Νικολαΐδη στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ δὲν ἀλλοιώνει καθόλου τὴν γνήσια παράδοση καὶ τὴν διαδοχὴ τῶν Πρωτοψαλτῶν, ἐφ᾽ ὅσον ἤδη παιδιόθεν μαθήτευσε κοντὰ στοὺς προκατόχους του, ὅπως ἀναφέραμε, τὸν Ναυπλιώτη καὶ τὸν Πρίγγο. Ἀλλά, καὶ ὄσες ἄλλες φορές σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις προσελήφθησαν Πρωτοψάλτες ἢ Λαμπαδάριοι «ἔξωθεν» -περίπτωση Πρωτοψαλτῶν Σταυράκη Γρηγοριάδη (1866), Γεωργίου Βιολάκη (1876), καὶ Λαμπαδαρίου Θρασύβουλου Στανίτσα (1939)- προσαρμόσθηκαν ὑποχρεωτικῶς στὰ Πατριαρχικὰ ψαλλόμενα, καὶ μερικὲς φορὲς «ῥυμουλκοῦντο ἀπὸ τοὺς Δομεστίκους», ὅπως ἀναφέρει σὲ μελέτη του ὁ Καθηγητὴς Ἄγγελος Βουδούρης στὴν «Ὀρθοδοξία» τὸ ἔτος 1937. Μάλιστα. Ἔτσι ἐγίνετο. Ἀλλιῶς δὲν θὰ ἤταν ἀποδεκτοί. Ἀκόμη O