Βασίλειος Νικολαΐδης

Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μ.τ.Χ.Ἐ.

Τὴν 4ην Ἰανουαρίου 1985 ἐξεδήμησεν εἰς Κύριον ὁ Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας Βασίλειος Νικολαΐδης.

Ὁ μακαριστὸς ἐγεννήθη τὴν 8ην Νοεμβρίου 1915 εἰς τὴν Κοινότητα τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Βαλατᾶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν ἀείμνηστον κληρικὸν τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικον Νικολαΐδην καὶ τὴν Σουλτάναν Κωτόγλου.

Ἐσπούδασε εἰς τὴν ἐν Φαναρίῳ Πατριαρχικὴν Μεγάλην τοῦ Γένους Σχολὴν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπεφοίτησε τὸ ἔτος 1934. Ἀπὸ τῆς παιδικῆς του σχεδὸν ἡλικίας, πιστὸς εἰς τὴν ἔμφυτον κλῆσίν του πρὸς τὴν πατρώαν Ἐκκλησιαστικὴν μουσικὴν, προσηρτήθη εἰς τοὺς μουσικοὺς κύκλους τοῦ Φαναρίου, καὶ ἀπὸ τοῦ ἔτους 1924 ἤρχισε νὰ συνδέεται μὲ τοὺς χοροὺς τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Διετέλεσε κανονάρχης τῶν Πατριαρχικῶν ἀναλογίων ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰακώβου Ναυπλιώτου καὶ μαθητὴς τοῦ Κωνσταντίνου Πρίγγου. Ἀπὸ τοῦ ἔτους 1929 ἤρχισε ὡς τακτικὸς ἱεροψάλτης νὰ διακονῇ τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ νὰ ἀσχολῆται ἀνελλιπῶς μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴν μουσικὴν, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε ἐπὶ 60 ἀκριβῶς ἔτη τὴν πρώτην ἀπασχόλησίν του. Εἰς αὐτὴν ἀφιερώθη ψυχῇ τε καὶ σώματι καὶ αὐτὴ ἀπετέλεσε τὸ ἐπίκεντρον ὅλων τῶν δραστηριοτήτων τῆς ζωῆς του.

Ἐπὶ ἔτη ὁλόκληρα, πιστὸς πάντοτε εἰς τὴν παράδοσιν καὶ εἰς τὰ κελεύσματα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς τιμίας πεποιθήσεις του διὰ τὴν συνέχισιν τῆς Κωνσταντινουπολίτικης μουσικῆς παραδόσεως εἰργάσθη πάντοτε, ὅπου καὶ ἂν εὑρέθη, ἀόκνως καὶ λίαν ἀποδοτικῶς.

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1949-1957 καὶ πρὸς περαιτέρω μουσικὴν κατάρτισιν καὶ ἐμβάθυνσιν, ἐσπούδασε εἰς τὸ κρατικὸν ὠδεῖον τῆς Πόλεως καὶ ἀπεφοίτησε ἀριστοῦχος ἐκ τῶν δύο τμημάτων αὐτοῦ, τῆς τουρκικῆς καὶ τῆς εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς. Ἐπί 27 συναπτὰ σχολικὰ ἔτη ἐδίδαξεν ὡς καθηγητὴς τῆς μουσικῆς εἰς τὴν Πατριαρχικὴν Μεγάλην τοῦ Γένους Σχολὴν καὶ εἰς τὸ Ζωγράφειον Γυμνάσιον τῆς Πόλεως, εἰς δὲ τὴν Ἱερὰν Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης ὡς Διδάσκαλος τῆς πατρώας ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς.

Ἐξ οὗ καὶ ὁ ἀοίδιμος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, "τιμῆσαι βουλόμενος κατ᾽ ἰδίαν Πατριαρχικὴν αὐτοῦ φιλοτιμίαν καὶ προαίρεσιν" τὸν ἀείμνηστον μουσικοδιδάσκαλον Βασίλειον Νικολαΐδην, προσέλαβε αὐτὸν, κατὰ τὸ ἔτος 1965, εἰς τὸ μουσικὸν δυναμικὸν τοῦ Πανσέπτου Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, εἰς διαδοχὴν τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας κ. Θρασυβούλου Στανίτσα, καὶ τὴν 2αν Ἀπριλίου 1966, κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν Βαΐων, ἐχειροθέτησεν αὐτὸν εἰς τὸ τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας ὀφφίκιον.

Ὁ ἀείμνηστος Πρωτοψάλτης ἐπὶ δεκαοκταετίαν ὅλην, ὡς γνήσιος φορεὺς τῆς μουσικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἐτίμησε κυριολεκτικῶς τὴν μεγάλην ταύτην ἐκκλησιαστικὴν διάκρισιν, ἀποσπάσας καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς διακονίας του τὴν ἀναγνώρισιν, τὴν μεγάλην ἐκτίμησιν καὶ τὸν θαυμασμὸν πάντων.

Ὡς Ἄρχων Πρωτοψάλτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὁ Νικολαΐδης ἀνεγνωρίσθη πλέον περισσότερον εὐρέως. Συνέγραψε ἀξιόλογα, ἔργα, ἐδίδαξε καὶ διηύθυνε εἰς πλείστας ὅσας ἐμφανίσεις τὴν μεγάλην Χορωδίαν τοῦ Συνδέσμου τῶν Μουσικοφίλων, μελοποιήσας ὁ ἴδιος, κατὰ διαστήματα, ἐπ᾽ εὐκαρίᾳ ἐκτάκτων γεγονότων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διαφόρους περιστατικοὺς ψαλμοὺς καὶ ὕμνους.

Διαρκούσης τῆς θητείας του ὡς Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου ἐγένετο, ἐπιμελείᾳ τοῦ Μουσικολ. Καθηγητοῦ κ. Γρηγορίου Στάθη, καὶ ἡ ἠχογράφησις τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος τοῦ ἔτους 1981, τοῦ ἁγίου Δωδεκαημέρου 1982 καὶ τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ ἔτους 1982, ἐπί τῷ σκοπῷ ὅπως ἀπαθανατισθῇ καὶ διαδοθῇ εὐρύτερον ἡ μουσικὴ παράδοσις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.

Ἡ μεγάλη ἀφοσίωσις τοῦ Πρωτοψάλτου Νικολαΐδου εἰς τὰ Ἱερὰ καὶ ὑπεύθυνα καθήκοντά του, προσέβαλε τὴν ὑγείαν του ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ ἔτους 1983. Ἡ κατάστασίς του ἐπεδεινοῦτο συνεχῶς μέχρι τὰς ἀρχὰς τοῦ νέου ἔτους 1985, κατὰ τὴν τετάρτην ἡμέραν τοῦ ὁποίου ἀπεβίωσε.

Ὁ θάνατος του προῆλθεν κατόπιν καρδιακῆς προσβολῆς. Ἡ κηδεία του ἐψάλη ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ, τὴν 7ην Ἰανουαρίου, τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Δημητρίου, συμπροσευχομὲνου ἀπὸ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καὶ ἐκπροσωπουμένου ἐν τῷ Σωλέᾳ ὑπό τοῦ Πανοσιολ. Μεγάλου Ἀρχιδιακόνου κ. Κυρίλλου. Εἰς τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας, ὁ Πατριάρχης ηὐλόγησε τὸν νεκρὸν ἀπὸ τῆς Ὡραίας Πύλης, εὐχηθεὶς αἰωνίαν τὴν μνήμην τοῦ «ἀφοσιωμένου καὶ πιστοῦ τούτου τέκνου τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ ἀξίου καὶ τετιμημένου ὀφφικιάλου αὐτῆς». Τῆς κηδείας τοῦ μεταστάντος προέστη ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μύρων κ. Χρυσόστομος, συμπαραστατούμενος ὑπὸ τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Κολωνίας κ. Γαβριὴλ καὶ Πέργης κ. Εὐαγγέλου.

Ἐπικήδειον ἐξεφώνησεν, κατὰ τὴν κρατοῦσαν ἐν τοῖς Πατριαρχείοις τάξιν, ὁ χαράσσων τὰς πενιχρὰς ταύτας γραμμάς, τὸ πλῆρες δὲ κείμενον τούτου ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστὸς ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Ματθ. 25,21).

Σεβασμιώτατοι Ἱεράρχαι,
ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ἀπὸ τὰς πρωϊνὰς ὥρας τῆς παρελθούσης Παρασκευῆς, 4ης Ἰανουαρίου, πιστεύομεν, ὅτι δοκιμάζει εἰς τοὺς οὐρανοὺς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου του ὁ ἐραστὴς καὶ πολυΐκανος ἐκφραστής τῆς μουσικῆς τέχνης καὶ ἐπὶ εἰκοσαετίαν περίπου Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἀείμνηστος Διδάσκαλος Βασίλειος Νικολαΐδης. Εἰς τὴν κλίνην ἑνός κρατικοῦ νοσοκομείου, γιὰ λίγες μέρες μακρυὰ ἀπὸ τὰς ἱερᾶς ἀκολουθίας τῆς Ἐκκλησίας, ἐντὸς τῶν ὁποίων καὶ ὑπὸ τὴν Ἱερὰν ἐπίδρασιν τῶν ὁποίων κατηνάλωσε σχεδὸν τὴν ζωήν του, ἔκλεισε τὰ μάτια του ὁ ἀλήστου μνήμης Πρῶτος - Ψάλτης, ὁ «ἀγαθὸς καὶ πιστός» Νικολαΐδης, ἀφοῦ διήνυσε ἑπτά δεκαετίας ἐμπράκτου χριστιανικῆς ζωῆς καὶ πενηνταπὲντε ἀκριβῶς χρόνια τιμιωτάτης καὶ λίαν ἐπιτυχοῦς ἱεροψαλτικῆς διακονίας. Ὁ μακαριστὸς ἐγεννήθη τὸ ἔτος 1915 εἰς τὴν Κοινότητα Ταξιαρχῶν Βαλατᾶ τῆς Πόλεως μας καὶ ἔμαθε ἀπὸ πολὺ νεαρὰ ἡλικία, νὰ πιστεύῃ εἰς τὸν Θεόν, νὰ λατρεύῃ τὸν Θεόν, καὶ νὰ ἀγαπᾷ βαθειὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἄνθρωπο. Δι᾽ αὐτὸ καὶ ἐξηντλήθη κυριολεκτικά, ὡς ἱεροψάλτης καὶ ἐκπαιδευτικὸς, ἐν τῇ πιστῇ διακονίᾳ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶναι ὅμως σκληρὰ καὶ πένθιμος ἡ ὥρα αὐτή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία προπέμπει εἰς τὴν αἰωνιότητα τὸν μεγάλως τιμήσαντα τὸ Πρῶτο Ἀναλόγιόν της. Γι᾽ αὐτὸ καὶ θὰ ἀποφύγω τὴν μακρυγορίαν διὰ νὰ μὴ παρατείνω τὴν λύπη ὅλων μας. Θὰ περιοριστῶ εἰς ἕνα μόνο τρίπτυχο ἀρετῶν τοῦ θρηνουμένου νεκροῦ, τοῦ μεγάλου ἀλλὰ ἀθορύβου τούτου μουσικοῦ ταλάντου, τοῦ Ἄρχοντος Νικολαΐδη, ὁ ὁποῖος ὡς ὑπέροχος μουσικός, ὡς πραγματικὰ ταπεινὸς ἄνθρωπος καὶ ὡς πιστὸς χριστιανὸς καὶ ἀφωσιωμένος Πρωτοψάλτης ἀπέσπασε δικαίως τὴν ἐκτίμησι τῆς κοινωνίας καὶ κατέκτησε τὰς καρδίας ὅλων μας.

Ἀδελφοί μου,

Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁ ἀείμνηστος ἐκινεῖτο ἐντὸς τῆς ἱερᾶς αὐλῆς τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ κυρίως ἐκινεῖτο ἐντὸς τοῦ Πανσέπτου τούτου Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον σήμερα νεκρὸς πλέον προπέμπεται γιὰ τελευταία φορά. Ἄρχισε σὰν κανονάρχης τοῦ Ἰακώβου Ναυπλιώτου καὶ συνέχισε σὰν μαθητὴς τοῦ Κωνσταντίνου Πρίγγου. Ἀπὸ τοὺς μεγάλους αὐτοὺς Μουσικοδιδασκάλους - Πρωτοψάλτας καὶ φορεῖς τῆς αἰωνοβίου μουσικῆς παραδόσεως καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὕφους τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἐγνώρισε ὁ Νικολαΐδης τὴν ἐπιστήμη τοῦ ἀναλογίου. Ἀκούοντας ὅμως καὶ τὴν καλλιτεχνικὴ ψυχή του, ποὺ τοῦ ἐπανελάμβανε πάντοτε τὸ «στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις... ἃ δὲ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ ἴδετε... ταῦτα πράσσετε» (Β´ Θεσ. 2,15 καὶ Φιλιπ. 4,9), προσεπάθησε πολὺ καὶ ἐπέτυχε μέχρι τελευταίας του πνοῆς νὰ κινῆται ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς μεγάλης παραδόσεως καὶ νὰ χαρακτηρίζεται ὡς γνήσιος φορεὺς αὐτῆς.

Τὸ ἀναλόγιον ἀπετέλεσε τὴν πρώτη ἀπασχόλησι τῆς ζωῆς του, ἡ δὲ Θεία Λειτουργία ἦτο ἡ ἴδια ἡ ζωή του. Ξεχωριστὴ ἰδιωτικὴ ζωὴ δὲν εἶχε, διότι ἡ κάθε ἡμέρα τοῦ κατ᾽ οἶκον βίον του ἦτο μία κατ᾽ ἰδίαν μυσταγωγία, γεμάτη πάντοτε ἀπὸ μουσικὴ ἐμβάθυνσι καὶ προσφορά. Ἀλλὰ καὶ αἱ πολυετεῖς συστηματικαὶ σπουδαί του εἰς τὰ τμήματα τουρκικῆς καὶ εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς τοῦ Κρατικοῦ Ὠδείου τῆς Πόλεώς μας καὶ αἱ συνεχεῖς κατ᾽ ἰδίαν μελέται του, τὸν κατέστησαν πολύπλευρον γνώστην τῆς ἐπιστήμης τῆς μουσικῆς.

Καὶ ἔτσι, τὸ μουσικὸ αὐτὸ ἀνάστημα, ὁ ἐπίλεκτος μαθητὴς μεγάλων ἱεροψαλτικῶν ὀνομάτων, ὁ ἀπὸ τοῦ ἔτους 1929 ἱεροψάλτης διαφόρων Ἱερῶν Ναῶν τῆς Πόλεως καὶ ἀπὸ τῆς 2ας Ἀπριλίου 1966 Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καθίσταται καὶ ὁ ἴδιος, κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν, μεγάλο ὄνομα, γίνεται ὁ καταξιωμένος καὶ ἀναγνωρισμένος κὺρ Βασιλάκης Νικολαΐδης, ὁ κάτοχος ἱκανοῦ ἀριθμοῦ Ἱεροψαλτῶν μαθητῶν ἀνὰ τὸν κόσμον καὶ συγγραφεὺς σημαντικῶν μουσικῶν ἔργων.

Τί εἴδους ὅμως ἄνθρωπος ἦτο ὁ μακαριστὸς Πρωτοψάλτης; Ἦτο, ὅπως καὶ προηγουμένως τὸν ἐχαρακτήρισεν ὁ ἱερὸς Ἄμβων, ταπεινὸς καὶ πιστός. Δὲν ἦτο ἁπλῶς ταπεινόφρων, ἦτο ταπεινὸς μὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν σημασία τοῦ χαρακτηρισμοῦ τούτου. Ταπεινὸς μέχρι σημείου πολλάκις νὰ παρεξηγεῖται, καὶ εὐθὺς ἀμέσως νὰ θαυμάζεται. Εἶναι κοινὸ πιστεύω τὸ γεγονὸς ὅτι, ἄνθρωπος τῆς καταρτίσεως, τοῦ τίτλου καὶ τῆς μεγάλης φήμης τοῦ Νικολαΐδη, τόσον ταπεινός, δυσκόλως συναντᾶται εἰς τὴν κοινωνίαν.

Ὁ Βασίλειος Νικολαΐδης ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἐλαχίστους μουσικούς, τοὺς πραγματικὰ διακόνους τοῦ ἱεροῦ ἀναλογίου. Ὑπῆρξε καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς του πρῶτα «ὑπόδειγμα ἀνθρωπιᾶς» καὶ μετά, πολύ μετά, μουσικὸς ὑψηλοῦ ἐπιπέδου καὶ χοράρχης καὶ καθηγητὴς καὶ πρωτοψάλτης.

Μία ἁπλὴ ἐρώτησις εἰς οἱονδήποτε ἀπὸ τοὺς πλείστους ὅσους μαθητάς του, ἀλλὰ καὶ τοὺς συναδέλφους του, ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης καὶ τὰ λοιπὰ ἀνώτερα ἐκπαιδευτήρια τῆς Πόλεως, θὰ βεβαιώσῃ ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.

Καὶ ἒρχομαι εἰς τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀφοσίωσίν του. Μία πίστις καὶ ἀφοσίωσις ὑποδειγματική, προκαλοῦσα, δίχως ὑπερβολήν, εἰς αὐτοὺς ποὺ λίγο ἢ πολὺ τὴν ἐγνώρισαν συγκίνησιν καὶ προβληματισμούς.

Τὴν ζήσαμε ἰδιαιτέρως κατὰ τὰ δύο κυρίως τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, κατὰ τὰ ὁποῖα ἔκδηλα ἐταλαιπωρήθη ἀπὸ τὸ καταλαβὸν αὐτὸν καρδιακὸ νόσημα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ ὑπέφερε. Ὑπέφερε, ἀλλὰ πάλιν προσήρχετο καὶ ἔψαλλε εἰς τὰς ἱερᾶς ἀκολουθίας ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Φαναρίου. Καὶ προσέφερεν εἰς αὐτὰς ὅλον του τὸν ἑαυτόν, δίχως τὴν παραμικρὰν παράλειψιν καὶ τὴν παραμικρὰν τάσιν ἐλαφρᾶς ἔστω ἁπλοποιήσεως τοῦ μαθήματος ποὺ ἡρμήνευε μὲ μοναδικὸν σκοπὸν νὰ προκαλέσει κατάνυξιν καὶ συντριβὴν τῶν καρδιῶν τῶν ἐκκλησιαζομένων καὶ νὰ ἐκφράσῃ τὴν προσωπικὴν λατρευτικήν του διάθεσιν.

Μὲ πολλὴν εὐλάβειαν ἐδέχετο τὰς πρὸς ἁπλοποίησιν ἐνίων μαθημάτων εὐγενεῖς παρατηρήσεις τῶν ὑπευθύνων, κάποτε δὲ καὶ αὐτοῦ τούτου τοῦ χοροστατοῦντος Πατριάρχου, ἀλλὰ συνέχιζε ἐκεῖνος τὴν παράδοσιν. Εἰς περιπτώσεις δὲ ποὺ ἠσθάνετο ἀνησυχίαν τινὰ προτιμοῦσε νὰ λαμβάνῃ λίγο ἁγίασμα, τὸ ὁποῖον ἔφερε πάντοτε μαζί του, καὶ ἔπινε καὶ πάλιν συνέχιζε, ὡσὰν μὲ τὴν πιστὴ αὐτὴ προσήλωσίν του εἰς τὰ ἱερά του καθήκοντα νὰ ἔλεγε «ἂς πάθω ψάλλοντας».

Καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἤκουσε. Ἔπαθε ψάλλοντας. Τὴν 20ὴν Μαΐου 1983, κατὰ τὸν πανηγυρικὸν ἑσπερινὸν τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, καὶ ἐν τῇ ἐξασκήσει τῶν καθηκόντων του ἐν τῷ φερωνύμῳ Ἱερῷ Ναῷ τοῦ Σταυροδρομίου, ἔπεσε. Ἔπεσε τὴν στιγμὴν ποὺ ἔψαλλε εἰς τὸν Πατριάρχην του, τὸ «Εἰς πολλὰ ἔτη...». Μεταφερόμενος δὲ πάραυτα εἰς νοσοκομεῖον ἔλεγε συνέχεια ἐντὸς τοῦ ἀσθενοφόρου εἰς τοὺς δύο συνοδοὺς μαθητάς του, «Δόξα σοι ὁ Θεός». Ἡ ἐν πιστότητι εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὰς ἀνεξερεύνητους βουλάς Του ταλαιπωρία του αὐτὴ συνεχίσθη κατὰ διαστήματα μέχρι τοῦ θανάτου του.

Ἀδελφοί μου,

Ἡ συμπαθὴς φυσιογνωμία τοῦ ἀειμνήστου Πρωτοψάλτου δὲν βρίσκεται πλέον πλησίον μας καὶ μᾶς θλίβει πολὺ τὸ γεγονός.

Ἑξῆντα χρόνια ὅμως ἔψαλλε τῷ Θεῷ του πιστὰ καὶ εὐλαβικά, ἀκόμη καὶ κατὰ τὰ τελευταῖα Χριστούγεννα ἀπὸ τὸ ἀναλόγιο τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου τῆς ἀγαπημένης του Κοινότητος τῶν Ταταούλων, καὶ τώρα μετέβη πλησίον τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ συνέχισῃ τὴν ψαλμωδία τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ μειώνει τὴν πικρία μας καὶ ἡ σκέψις ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ ἐδέχθη χρόνια τώρα τοὺς ψαλμοὺς καὶ τοὺς αἴνους του, θὰ δεχθῇ καὶ τὴν ψυχήν του εἰς τὰς ἀγκάλας του, μᾶς παρηγορεῖ καὶ μᾶς παρωτρύνει νὰ ἀναλυθοῦμε εἰς προσευχὴν ὑπὲρ ἀναπαὺσεως τῆς ψυχῆς του.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀλησμόνητε καὶ σεβαστὲ Διδάσκαλε! Αἰωνία σου ἡ μνήμη. Ἀμήν.

Ὁ μακαριστὸς Πρωτοψάλτης ἐνεταφιάσθη εἰς τὸ νεκροταφεῖον τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου τῆς Κοινότητος Ταταούλων. Ἐκ τῶν ἐκδοθέντων μουσικῶν ἔργων τοῦ ἀειμνήστου, σημειοῦμεν τὰ ἀκόλουθα: Λειτουργικὰ (Πόλις 1961) , Ἐπίτομον Ἀναστασιματάριον τοῦ Ὄρθρου (Πόλις 1966) , Τὰ ἕνδεκα ἑωθινὰ (Πόλις 1966) , Ἀνθολογία Λειτουργικῶν (Πόλις 1967) , Ὁ Κατανυκτικός Ἑσπερινὸς (Πόλις 1968) , Τὸ Μέγα Ἀπόδειπνον — Ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος (Πόλις 1968), Σύντομοι Καταβασίαι (Πόλις 1969), Ἀναστασιματάριον τοῦ Ἑσπερινοῦ (Πόλις 1971), Μεγάλη Ἑβδομὰς (Πόλις 1971), Κοινωνικὰ (Πόλις 1973), Ὁ Ἑσπερινός (Πόλις 1980) καὶ Ψαλμοὶ (Πόλις 1982). Σημειωθήτω ὅτι ὁ ἀείμνηστος Βασίλειος Νικολαΐδης ὑπῆρξε εἰς ἐκ τῶν καλυτέρων διδασκάλων καὶ ἑρμηνευτῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν μουσικῆς, ἐκ παραλλήλου δὲ ὑπῆρξε καὶ μία συμπαθεστάτη φυσιογνωμία, γεμάτη ἀπὸ ταπείνωσι καὶ εὐσέβεια. Διὰ τοῦτο κοινῶς πιστεύεται ὅτι ὁ θάνατός του θὰ προκαλέσῃ βαθεῖαν θλίψιν εἰς ὅλους τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακρὰν πολυπληθεῖς συναδέλφους, μαθητὰς καὶ φίλους του.

Μὲ τὸν θάνατον τοῦ Βασιλείου Νικολαΐδου κλείει ἕνα χρυσοῦν κεφάλαιον εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς παραδόσεως τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἕνα κεφάλαιον συντεταγμένον μὲ τὰς θαυμασίας καὶ ἀνεπαναλήπτους προσφορὰς τῶν μεγάλων μουσικοδιδασκάλων - Πρωτοψαλτῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Δικαίως, λοιπόν, ὁ ὁμόγλωσσος Τύπος τῆς Πόλεως εἰς νεκρολογίας ἐπὶ τῇ τελευτῇ του ἐχαρακτήρισε αὐτὸν ὡς «μοναδικὴν μορφὴν τῆς Ὁμογενείας τῆς Πόλεως, μεγάλην μορφὴν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς καὶ εἰς τὴν ἁλυσίδα τῶν μεγάλων πρωτοψαλτῶν πάγχρυσον κρίκον».

Εἴη ἡ μνήμη αὐτοῦ αἰωνία.

Ὁ Δευτερεύων Δημήτριος
(νῦν Μητροπολίτης Σεβαστείας)
1985

 

ΑΡΧΙΚΗ ] Ψάλλει ὁ Ἄρχων ] ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ] ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ]